Στο «Γράμμα του Θεού» ο Αϊνστάιν περιέγραφε τις απόψεις του για τη θρησκεία και το Θεό. Το χειρόγραφο είναι μιάμιση σελίδα και είχε γραφτεί στα γερμανικά το 1954.
Στη δημοπρασία του οίκου Christie’s στη Νέα Υόρκη, το γράμμα του Αϊνστάιν «έπιασε» 2,89 εκατ. δολάρια, ποσό σχεδόν διπλάσιο ποσό του αναμενομένου, σύμφωνα με τον Guardian.
Το γράμμα, που είχε ως αποδέκτη τον φιλόσοφο Έρικ Γκούτκιντ, ως απάντηση στο βιβλίο του «Επιλέξτε τη Ζωή: Η Βιβλική κλήση για εξέγερση», περιλαμβάνει φράσεις όπως «η λέξη Θεός για μένα δεν είναι τίποτε περισσότερο από την έκφραση και το προϊόν των ανθρώπινων αδυναμιών, ενώ η Βίβλος είναι μια συλλογή έντιμων αλλά παρόλα αυτά πρωτόγονων μύθων, που είναι αρκετά παιδιάστικοι».
Η εν λόγω φράση έχει θεωρηθεί απόδειξη ότι ο Αϊνστάιν ήταν άθεος, όμως σε άλλες περιπτώσεις ο ίδιος είχε δηλώσει ότι δεν του άρεσε να του βάζουν αυτή την «ταμπέλα», επειδή δεν ένιωθε έτσι.
Στο ίδιο γράμμα ο Αϊνστάιν, ο οποίος ήταν Εβραίος, εκφράζει την απογοήτευσή του για την Ιουδαϊκή θρησκεία, η οποία, όπως γράφει, «όπως οι άλλες θρησκείες, είναι η ενσάρκωση των πιο παιδιάστικων προκαταλήψεων». Για τους Εβραίους, επισημαίνει ότι «δεν έχουν για μένα καμία διαφορετική ποιότητα από ό,τι όλοι οι άλλοι άνθρωποι» και «δεν είναι καλύτεροι από τις άλλες ανθρώπινες ομάδες».
Το γράμμα, που βρισκόταν ανάμεσα στα άλλα χαρτιά του Γκούτκιντ, βγήκε σε δημοπρασία για πρώτη φορά το 2008 και είχε πωληθεί αντί 170.000 λιρών. Μάλιστα τότε είχε αποτύχει να το αγοράσει ο γνωστός Βρετανός εξελικτικός βιολόγος και «πατέρας» του νέου αθεϊσμού Ρίτσαρντ Ντόκινς.
Σύμφωνα με τους βιογράφους του Αϊνστάιν, ήταν θρησκευόμενος ως παιδί, αλλά στην ηλικία των 13 ετών θεώρησε τη θρησκεία μια εξαπάτηση και εγκατέλειψε την άκριτη θρησκευτική πίστη του. Αργότερα δήλωσε ότι πίστευε «στο Θεό του Σπινόζα», ο οποίος αποκαλύπτεται μέσα στην αρμονία του σύμπαντος, αλλά δεν ασχολείται με τις πράξεις και τη μοίρα των ανθρώπων.
Από την άλλη, όμως, είχε επικρίνει «τους φανατικούς άθεους, των οποίων η έλλειψη ανεκτικότητας είναι παρόμοιας μορφής με την έλλειψη ανεκτικότητας των θρησκευόμενων φανατικών».